- πολυκαισαρίη
- πολυκαισαρίηa plurality of Caesarsfem nom/voc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολυκαισαρίη — ἡ, Α η ταυτόχρονη βασιλεία πολλών καισάρων («βουλευομένου δὲ Καίσαρος Ἄρειον εἰπεῖν λέγουσιν οὐκ αγαθόν πολυκαισαρίη», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + καῖσαρ + κατάλ. ία / ίη] … Dictionary of Greek